Παλλάντιος
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
λόφος, ὁ, the Palatine hill at Rome, Ael.VH12.11, cf. D.H. 1.31, Paus.8.43.1.
Greek (Liddell-Scott)
Παλλάντιος: λόφος, ὁ, ὁ Παλατῖνος λόφος ἐν Ρώμῃ, Αἰλιαν. Ποικ. Ἱστ. 11. 21, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 31, Παυσ. 8. 43, 1.
Greek Monolingual
Παλλάντιος, -ον (Α)
φρ. «Παλλάντιος λόφος» — ο Παλατίνος λόφος στη Ρώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Pallantius < πάλλας, -αντος].