Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
ο, Ν
1. ο Ρωμαίος επίτροπος της Ιουδαίας που παρέδωσε τον Χριστό στον σταυρικό θάνατο
2. ως προσηγ. καθετί που ενοχλεί ή ταλαιπωρεί (α. «σταμάτα τον αυτό τον πιλάτο» β. «άρχισε πάλι ο πιλάτος στο δόντι μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Πιλᾶτος].