χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
ο, Ν
1. ο Ρωμαίος επίτροπος της Ιουδαίας που παρέδωσε τον Χριστό στον σταυρικό θάνατο
2. ως προσηγ. καθετί που ενοχλεί ή ταλαιπωρεί (α. «σταμάτα τον αυτό τον πιλάτο» β. «άρχισε πάλι ο πιλάτος στο δόντι μου»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κύριο όν. Πιλᾶτος].