άλλην

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

ἄλλην επίρρ. (Α)
1. (για τόπο) σε άλλο μέρος, αλλού
2. (για χρόνο) πάλι, ξανά
3. φρ. «ἄλλην καὶ ἄλλην», α) (τοπικά) σε άλλο και σε άλλο μέρος, εδώ κι εκεί
β) (χρονικά) πάλι και πάλι, κατ’ επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτιατική θηλυκού της λέξης ἄλλος με επιρρηματική χρήση].