άνισον

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

Greek Monolingual

ἄνισον (ἄν(ν)ισον), το (AM)
βλ. άνησον.

Greek Monolingual

το (ΜΑ ἄνισον)
κοινή σήμερα ονομασία του φυτού Pimpinella anisum, το γλυκάνισο ή ανασόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ., συγγενής με τους τ. ἄννησον, ἄνησον ή ιων. ἄννητον, ἄνητον και πιθ. με τον τ. ἄνηθον, που μαρτυρούνται στη Σαπφώ, στον Αλκαίο, στον Ηρόδοτο και από όπου πιθ. προήλθε].