άνισον
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Greek Monolingual
ἄνισον (ἄν(ν)ισον), το (AM)
βλ. άνησον.
Greek Monolingual
το (ΜΑ ἄνισον)
κοινή σήμερα ονομασία του φυτού Pimpinella anisum, το γλυκάνισο ή ανασόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ., συγγενής με τους τ. ἄννησον, ἄνησον ή ιων. ἄννητον, ἄνητον και πιθ. με τον τ. ἄνηθον, που μαρτυρούνται στη Σαπφώ, στον Αλκαίο, στον Ηρόδοτο και από όπου πιθ. προήλθε].