άσχολος
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
Greek Monolingual
ἄσχολος, -ον (Α)
1. απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό
2. (για πράξεις κ.λπ.) συνεχής, αδιάκοπος, αδιάλειπτος
3. ο μη καταγινόμενος με κάτι
4. «ἄσχολος χρόνος» — ο χρόνος κατά τον οποίο δουλεύει κανείς συνέχεια, ο γεμάτος χρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σχολος < σχολή «αργία, απραξία»].