άπελπις

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262

Greek Monolingual

ἄπελπις (-ιδος), ο, η
αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει ελπίδα, δεν ελπίζεται καλή έκβασηάπελπις προσπάθεια», «διεξάγουν άπελπιν αγώνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απελπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Ν. Κοντόπουλου].