Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έγχος

From LSJ
Revision as of 20:50, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

ἔγχος, το (Α)
1. λόγχη, ακόντιο
2. όπλο, ξίφος
3. στρατιωτική δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παράγωγο ενός ρηματικού θέματος (πρβλ. βέλος) ή για δάνειο. Η λέξη είναι αρχαϊκή και απαντά ευρέως στην Ιλιάδα, αλλά αργότερα αντικαταστάθηκε κυρίως από τη λ. δόρυ].