πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
ἕθεν (Α)αρσ. και θηλ. γεν. της αντων. ἕ (αυτού).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ομηρικό τ. γενικής της αντων. ε].