αβάντζα
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
Greek Monolingual
και -ντσα, η και αβάντσο και -ντζο, το
1. πλεονέκτημα, κέρδος, αβάντα
2. προκαταβολή
3. φρ. «πάμε αβάντζο» — συνηθίζεται στα χαρτιά, το μπιλιάρδο ή το τάβλι, όταν οι παίχτες ζητούν παράταση σε παιχνίδι που έληξε χωρίς αποτέλεσμα ή νικητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. avanzo (= πλεόνασμα, κέρδος)].