αγέννητος

From LSJ
Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466

Greek Monolingual

και -γος, -η, -ο (Α ἀγέννητος, -ον)
αυτός που δεν γεννήθηκε, που δεν υπάρχει
νεοελλ.
1. αυτός που δεν γεννήθηκε από άλλον, ο αυθύπαρκτος
2. αυτός που δεν γέννησε ακόμη
3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέννητος
α) ο διάβολος
β) πανούργος, πονηρός άνθρωπος
αρχ.
1. ο ταπεινής καταγωγής
2. αυτός που δεν γεννά, δεν παράγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + γεννῶ.
ΠΑΡ. αγεννησία].