ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
ἀγανόφρων (-ονος), ο (Α)ευγενικός, ήπιος, πράος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγανὸς + φρήν.