θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
και -βάζω και -βάνω1. κατηγορώ ψευδώς, διαβάλλω, συκοφαντώ2. άδικα υποπτεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο- + βάλλω ή βάζω ή βάνω].