γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
-η, -ο (Α ἀδιάφθαρτος, -ον)ο αδιάφθορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + διαφθείρω.ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαφθαρσία].