αισχρουργός
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
Greek Monolingual
-όν (Α αἰσχρουργός)
αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, φαύλος, κακοήθης
μσν.
(για πράξεις) ανήθικος, αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -εργὸς < ἔργον.
ΠΑΡ. αἰσχρουργία, αἰσχρουργῶ].