γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
-όν (Α αἰσχρουργός)αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, φαύλος, κακοήθηςμσν.(για πράξεις) ανήθικος, αισχρός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσχρὸς + -εργὸς < ἔργον.ΠΑΡ. αἰσχρουργία, αἰσχρουργῶ].