αιρεσιομάχος
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
Greek Monolingual
αἱρεσιομάχος, -ον (Α)
αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας αιρέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἵρεσις + -μάχος < μάχομαι.
ΠΑΡ. αρχ. αἱρεσιομαχῶ].