ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
-ές (Μ ἀκριτοεπής)ο ακριτόμυθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -επής < ἔποςΠΑΡ. (νοελλ.) ακριτοέπεια].