Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
ἀκραής, -ὲς (Α)(για ανέμους) αυτός που πνέει με δύναμη, σφοδρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + ἄημι.ΠΑΡ. αρχ. ἀκραεί.