ακόνιτο
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
Greek Monolingual
το (AM ἀκόνιτον)
δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη τοξικότητα, «στριγγλοβότανο».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. οι αρχαίοι γραμματικοί συνδέουν παρετυμολογικά τη λ. με το επίρρ. ἀκονιτί, το οποίο κυριολ. σημαίνει «χωρίς σκόνη» και κατ' επέκταση «χωρίς κόπο ή προσπάθεια, χωρίς πάλη». Επομένως ἀκόνιτον είναι το «ακαταμάχητο, το ακαταπάλαιστο» — η σύνδεση αυτή οφείλεται μάλλον στην ακαριαία θανατηφόρα επίδραση του φυτού.
ΠΑΡ. ακονιτικός].