κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
το
η ιδιότητα ή η ικανότητα κάποιου να μη διαπράττει σφάλματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. του επιθέτου αλάθητος με χρήση ουσιαστικού].