αλίμενος

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλίμενος, -ον)
(για ακτή ή χώρα) που δεν έχει λιμάνι
αρχ.
αυτός που δεν παρέχει άσυλο, καταφύγιο, ο αφιλόξενος («ἀλίμενα ὄρη», «ἀλίμενος καρδία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λιμήν, -ένος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιμενία, ἀλιμενότης.