αλαβαστροειδής

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek Monolingual

-ές (Α ἀλαβαστροειδής)
1. ο όμοιος με αλάβαστρο
2. ο λείος και λαμπερός σαν αλάβαστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλάβαστρο(ν) + -ειδής < εἶδος.