αλλογενής

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202

Greek Monolingual

-ές (Α ἀλλογενής)
αυτός που ανήκει σε άλλο γένος, σε άλλη φυλή, ο ξένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -γενὴς < γένος].