Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
-ές (Α ἀλλογενής)αυτός που ανήκει σε άλλο γένος, σε άλλη φυλή, ο ξένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -γενὴς < γένος].