αλετρόδεμα

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

το
κόμπος ή κρίκος από σκοινί (ιδίως για να συνδέει τον ρυμό του αλετριού με τον ζυγό, αλετροθηλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι + δέμα.