ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
-έςαυτός που έχει άφθονα δάση, δασώδης, δασόφυτος, δασοσκεπής.[ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + -βριθής < βρίθω.