διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
η1. έχθρα, μίσος, απέχθεια, εμπάθεια2. το αμάχι.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- προθετ. + αρχ. μάχη πιθ. με επίδραση του αντιθέτου αγάπη.ΠΑΡ. αμαχεύω].