αλυσιδωτός
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
-ή, -ό (AM ἁλυσιδωτός, -ή, -όν)
αυτός που είναι κατασκευασμένος, πλεγμένος σε μορφή αλυσίδας
νεοελλ.
1. αυτός που έχει σχήμα αλυσίδας
2. αλλεπάλληλος, συνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλυσις από θέμα ἁλυσιδ- (< ἁλυσίδιον;) ή αναλογικά προς το φολιδωτός.