ἁλυσίδιον
From LSJ
English (LSJ)
or ἀλυσείδιον, τό, Dim. of ἅλυσις, Hero Spir.1.38, Ph.2.152, POxy.496.3 (ii A. D.), AB380.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Grafía: graf. ἀλυσείδιον Hero Spir.1.20, 38
• Prosodia: [ᾰλῦσῐ-]
cadenilla, cadenita en ciertos aparatos πρὸς δὲ τῷ Ζ ἁλυσείδιον ἀποδεδέσθω βάρος μολιβοῦν ἔχον τὸ Ξ Hero Spir.1.20, cf. 1.38, esp. de metales preciosos ἁλυσειδίοις χρυσοῖς ἀνήρτητο del efod Ph.2.152, en ajuares y dotes de mujeres περιχειρίδιον ἓν καὶ ἁλυσίδιον ID 1417B.2.46 (II a.C.), cf. POxy.496.3 (II d.C.), 528.20 (II d.C.), CPR 1.21.13 (III d.C.), SB 9372.10 (III d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλῠσίδιον: ἢ -είδιον, τό, ὑποκορ. τοῦ ἅλυσις, Α. Β. 380, κτλ.
German (Pape)
τό, Kettchen, Vetera Lexica.