αλυσιδωτός

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἁλυσιδωτός, -ή, -όν)
αυτός που είναι κατασκευασμένος, πλεγμένος σε μορφή αλυσίδας
νεοελλ.
1. αυτός που έχει σχήμα αλυσίδας
2. αλλεπάλληλος, συνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλυσις από θέμα ἁλυσιδ- (< ἁλυσίδιον;) ή αναλογικά προς το φολιδωτός.