ἁλυσιδωτός

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλῠσιδωτός Medium diacritics: ἁλυσιδωτός Low diacritics: αλυσιδωτός Capitals: ΑΛΥΣΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: halysidōtós Transliteration B: halysidōtos Transliteration C: alysidotos Beta Code: a(lusidwto/s

English (LSJ)

ἁλυσιδωτή, ἁλυσιδωτόν, wrought in chain fashion, ἁλυσιδωτὸς θώραξ Plb.6.23.15 (pl), D.S.5.30, etc.; opp. λινοθώραξ, στάδιος θώραξ, Str.3.3.6, Sch. A.R.3.1226.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
de mallas θώραξ cota de mallas Plb.6.23.15, 30.25.3, I.AI 7.299, LXX 1Re.17.5
subst. ὁ ἀ. cota de mallas τεθωρακισμένους ἐν ἀλυσιδωτοῖς LXX 1Ma.6.35, cf. D.S.5.30, Str.3.3.6, Sch.A.R.3.1226
de otras cosas δακτύλιοι (prob. var. por δικτύα) Eupolemus 2 (p.676)
de las cadenetas de oro que formaban la armadura de la bolsa de ¿mallas? del efod ἔργον ἁλυσιδωτὸν ἐκ χρυσίου LXX Ex.28.22, cf. subst. LXX Ex.28.29a.

Russian (Dvoretsky)

ἁλῠσιδωτός: (ᾰ) сделанный из цепных звеньев, кольчужный (θώραξ Polyb., Diod.).

German (Pape)

θώραξ, Kettenpanzer, Pol. 6.23.15 und andere Spätere

Greek (Liddell-Scott)

ἁλῠσιδωτός: -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. *ἁλυσιδόω) κατεσκευασμένος ἐν εἴδει ἁλύσεως, ἁλ. θώραξ, Πολύβ. 6. 23, 15, Διόδ., κτλ. ἀντίθετ. τῷ λινοθώραξ καὶ στάδιος θώραξ, Στράβ. 154, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1226, ἁλυσειδωτός, Ἀνέκδ. Κραμ.