αμαξάδικος
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ο σχετικός με την άμαξα ή αυτός που αρμόζει σε αμαξά
2. το ουδ. ως ουσ. το αμαξάδικο
α) εργοστάσιο κατασκευής ή επισκευής αμαξών
β) τόπος στάθμευσης αμαξών, αμαξοστάσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμαξαδ-, θ. της λ. αμαξάς, -άδες + παραγ. κατάλ. -ικος].