Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
ἀμφίπυρος, -ον (Α)1. αυτός που έχει φωτιά στα δύο του άκρα2. αυτός που φλέγεται ολόγυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πυρος < πῦρ].