εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met
[Seite 1449] gestohlen, verstohlen. Ueber κλέπτον s. κλέπτω.
-ή, -όβλ. κλεφτός.
κλεπτός: adj. verb. к κλέπτω.