δραστοσύνη
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
A v. δρηστοσύνη.
Greek (Liddell-Scott)
δραστοσύνη: ἴδε ἐν λ. δρηστοσύνη.
Russian (Dvoretsky)
δραστοσύνη: эп.-ион. δρηστοσύνη (ῠ) ἡ служение, служба, работа Hom.