εἵνυμι
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
or εἱνύω, A v. καταέννυμι. εἴξασι, v. ἔοικα: εἴξασκε, v. εἴκω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
εἵνυμι: ἢ -ύω, ἴδε καταέννυμι.