εὐβριθής
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ές, A laden with fine yarn, σπάθαι AP6.288.7 (Leon.).
Greek Monolingual
εὐβριθής, -ές (Α)
αυτός που έχει καλά νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βριθής (< βρίθος), πρβλ. α-βριθής, σιδηρο-βριθής].
Russian (Dvoretsky)
εὐβρῑθής: сильно нагруженный (σπάθαι Anth.).