εὐκαταφορία

Revision as of 20:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A propensity, proclivity, Stoic.3.25 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1074] ἡ, Geneigtheit, Neigung, D. L. 7, 115, plur. Von

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαταφορία: ἡ, κατωφέρεια, Διογ. Λ. 7. 115· ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

εὐκαταφορία, ἡ (Α) ευκατάφορος
η τάση, η ροπή προς κάτι.

Russian (Dvoretsky)

εὐκαταφορία: ἡ досл. уклон, перен. наклонность (ἐπὶ τῆς ψυχῆς Diog. L.).