εὐκαταφορία
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἡ, propensity, proclivity, Stoic.3.25 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1074] ἡ, Geneigtheit, Neigung, D. L. 7, 115, plur. Von
Russian (Dvoretsky)
εὐκαταφορία: ἡ досл. уклон, перен. наклонность (ἐπὶ τῆς ψυχῆς Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαταφορία: ἡ, κατωφέρεια, Διογ. Λ. 7. 115· ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
εὐκαταφορία, ἡ (Α) ευκατάφορος
η τάση, η ροπή προς κάτι.