θυλακοειδής

From LSJ
Revision as of 21:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλᾰκοειδής Medium diacritics: θυλακοειδής Low diacritics: θυλακοειδής Capitals: ΘΥΛΑΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thylakoeidḗs Transliteration B: thylakoeidēs Transliteration C: thylakoeidis Beta Code: qulakoeidh/s

English (LSJ)

ές,    A like a bag, Arist. HA543b13.

German (Pape)

[Seite 1222] ές, sackähnlich, Arist. H. A. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος θυλάκῳ ἢ σάκκῳ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 5. 11, 2.

Greek Monolingual

-ές (Α θυλακοειδής, -ές)
όμοιος με θύλακο, με σακούλι
νεοελλ.
βοτ. το ουδ. ως ουσ. το θυλακοειδές
πτύχωση τών μεμβρανικών στιβάδων που υπάρχουν στο εσωτερικό τών χλωροπλαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

θῡλᾰκοειδής: мешкообразный (θυννίς, sc. ἰχθύς Arst.).