καινοπρέπεια

From LSJ
Revision as of 22:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοπρέπεια Medium diacritics: καινοπρέπεια Low diacritics: καινοπρέπεια Capitals: ΚΑΙΝΟΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: kainoprépeia Transliteration B: kainoprepeia Transliteration C: kainoprepeia Beta Code: kainopre/peia

English (LSJ)

ἡ,    A novelty, τοῦ σχήματος Eust.93.31.

German (Pape)

[Seite 1294] ἡ, das Aussehen von etwas Neuem, ἡ κ. τοῦ σχήματος, neue Gestaltung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καινοπρέπεια: ἡ, τὸ καινοπρεπὲς πράγματός τινος, Εὐστ. 93. 31.

Greek Monolingual

καινοπρέπεια, ἡ (Μ) καινοπρεπής
το ασυνήθιστο, το πρωτότυπο ενός πράγματος.