καθάρβυλος
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
A v. κατάρβυλος.
Greek (Liddell-Scott)
καθάρβυλος: χλανίς· «ποδήρης ἕως τῶν ἀρβυλῶν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καθάρβυλος, -ον (Α)
βλ. κατάρβυλος.