κνῦμα

From LSJ
Revision as of 09:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῦμα Medium diacritics: κνῦμα Low diacritics: κνύμα Capitals: ΚΝΥΜΑ
Transliteration A: knŷma Transliteration B: knyma Transliteration C: knyma Beta Code: knu=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (κνύω)    A scratching, κ. τῶν δακτύλων, of a person feeling for the door-handle in the dark, Ar.Ec.36, cf. Gal.19.112.

German (Pape)

[Seite 1464] τό, das Kratzen, Reiben, τῶν δακτύλων, das leise Anklopfen an die Thür, Ar. Eccl. 35, Schol. τὸν ἠρεμαῖον κνησμόν.

Greek (Liddell-Scott)

κνῦμα: το, (κνύω) «ἠρεμαῖος κνησμός», ἐλαφρὸς ἦχος ψηλαφήματος, κν. τῶν δακτύλων, ἐπὶ ἀνθρώπου ψηλαφῶντος πρὸς εὕρεσιν τοῦ ῥόπτρου τῆς θύρας ἐν τῷ σκότει, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 36 (διάφ. γραφ. κνίσμα), πρβλ. Γαλην. Λεξ. Ἱππ.

Greek Monolingual

κνῡμα, τὸ (Α) κνύω
ελαφρός ήχος ψηλαφήματος («ἤκουσά τοι ὑποδουμένη τὸ κνῡμά σου τῶν δακτύλων», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

κνῦμα: ατος τό царапание (τῶν δακτύλων Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνῦμα -ατος, τό [κνύω] gekrabbel:. ἤκουσα τὸ κνῦμά σου τῶν δακτύλων ik hoorde het gekrabbel van jouw vingers Aristoph. Eccl. 36.