κολαβρισμός
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
English (LSJ)
ὁ, name of such dance, Ath.14.629d (καλαβρ- codd.), Poll.4.100. II Pass., to be derided, LXX Jb.5.4.
German (Pape)
[Seite 1472] ὁ, eine Art Waffentanz, Poll. 4, 100. Bei Ath. XIV, 629 d steht καλαβρισμός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
sorte de danse.
Étymologie: t. thrace ou carien, κόλαβρος.
Greek Monolingual
κολαβρισμός, ὁ (Α) κολαβρίζω
είδος άγριου θρακικού χορού.