κοκκόδαφνον

From LSJ
Revision as of 09:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοκκόδαφνον Medium diacritics: κοκκόδαφνον Low diacritics: κοκκόδαφνον Capitals: ΚΟΚΚΟΔΑΦΝΟΝ
Transliteration A: kokkódaphnon Transliteration B: kokkodaphnon Transliteration C: kokkodafnon Beta Code: kokko/dafnon

English (LSJ)

τό,    A laurel berry, Paul.Aeg.3.28.

Greek (Liddell-Scott)

κοκκόδαφνον: τό, ὁ κόκκος τῆς δάφνης, ὁ καρπὸς αὐτῆς, Ὀρνεοσόφ. σ. 192.

Greek Monolingual

κοκκόδαφνον, τὸ (AM)
το κουκούτσι της δάφνης, δαφνοκούκουτσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαφνό-κοκκον (< δάφνη + κόκκος), με αντιστροφή της σειράς τών συνθετικών (πρβλ. κεφαλόπονος: πονοκέφαλος)].