κοπανιστήριον
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
English (LSJ)
τό, A vessel for braying, mortar, Id.s.v. ἀλήθινον, Gloss, κόπᾰν-ον, τό, pestle, Eust.1324.32. II = κοπίς, A.Ch.860 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1482] τό, Geräth zum Zerstoßen, Mörser, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κοπᾰνιστήριον: τό, ἀγγεῖον διὰ κοπάνισμα, ὅλμος, Τουρκ. «ντουμπέκι», Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀληθινόν.