κολλουρίς
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A marsh-mallow, Gloss.
Greek Monolingual
κολλουρίς, -ίδος, ἡ (Α) κόλλουρος
είδος φυτού που φύεται σε ελώδεις τόπους.