κολλίκιος

From LSJ
Revision as of 09:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλίκιος Medium diacritics: κολλίκιος Low diacritics: κολλίκιος Capitals: ΚΟΛΛΙΚΙΟΣ
Transliteration A: kollíkios Transliteration B: kollikios Transliteration C: kollikios Beta Code: kolli/kios

English (LSJ)

[λῑ], α, ον, ko/llic-   A shaped, ἄρτοι Ath.3.112f.

German (Pape)

[Seite 1473] von der Art od. Gestalt des κόλλιξ, ἄρτοι Ath. III, 112 f; auch τὸ κολλίκιον, Sp. – Vgl. κόλλαβος.

Greek (Liddell-Scott)

κολλίκιος: λῑ, α, ον, ἔχων τὸ σχῆμα κόλλικος, ἄρτοι Ἀθήν. 112F.

Greek Monolingual

κολλίκιος, -ία, -ον (AM) κόλλιξ
το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλίκιον
μικρό κουλούρι, κουλουράκι
αρχ.
αυτός που μοιάζει με κόλλικα, με κουλούρι.