κυμοτόκος
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
ον, A of child-birth, ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις IG9(2).638 (Larissa).
Greek (Liddell-Scott)
κῡμοτόκος: -ον, ἐπὶ τοκετοῦ, ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις Ἐπιτύμβ. Βοιωτ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 505.
Greek Monolingual
κυμοτόκος και κυοτόκος -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στον τοκετό («ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις», επιγρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ονειρο-τόκος, υγρο-τόκος.