κυκητής
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A stirrer, agitator, term applied to Heraclitus by Epicur.Fr.238, cf. Ptol.Tetr.166.
German (Pape)
[Seite 1526] ὁ. der Vermischende, Verwirrende, der Unruhestifter, Sp., vgl. D. L. 10, 8.
Greek (Liddell-Scott)
κῠκητής: -οῦ, ὁ, ὁ ταράσσων, ἀνακατώνων, ταραχοποιός, Διογ. Λ. 10. 8, Πτολ. Τετράβ. 166. 17.
Greek Monolingual
κυκητής, ὁ (Α) κυκώ
ταραχοποιός, ταραξίας.
Russian (Dvoretsky)
κῠκητής: οῦ ὁ взбалтыватель, т. е. возмутитель (прозвище, данное Эпикуром Гераклиту) Diog. L.